άταξ

άταξ
(atax). Γένος αρθροπόδων αραχνών που ζουν στα γλυκά νερά, παρασιτικά μέσα στο σώμα διαφόρων μαλακίων. Το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 2 χιλιοστά. Τα πιο γνωστά είδη είναι ο ά. ο ακανθωτός και ο α. ο στρογγυλωπός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • АТАКС —    • Atax,           Άταξ, (н. Aude), река в нарбонской Галлии; устье реки служило городу Нарбону гаванью. Жители этой местности назывались Atacini, a город Нарбон Colonia Atacinorum. От имени этой реки поэт П. Терентий Варрон (см. Terentii, 6,… …   Реальный словарь классических древностей

  • Βάρρων — (Varro). Οικογενειακό όνομα ονομαστών ανδρών της αρχαίας Ρώμης. Οι κυριότεροι είναι: 1. Γάιος Τερέντιος Β. (Gaius Terentius Varro, τέλη 3ου αι. π.Χ.). Ρωμαίος ύπατος. Ήταν γιος κρεοπώλη και διετέλεσε και ο ίδιος κρεοπώλης. Δημαγωγός καθώς ήταν,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”